περίστρεπτος

περίστρεπτος
ος , ον вращающийся

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "περίστρεπτος" в других словарях:

  • περίστρεπτος — η, ο, Ν [περιστρέφω] 1. περιστρεφόμενος 2. φρ. «περίστρεπτο κάτοπτρο» φυσ. είδος κύβου που έχει τις παράπλευρες έδρες του από επίπεδα κάτοπτρα και ο οποίος μπορεί να περιστραφεί γύρω από άξονα που διέρχεται μέσα από τη βάση και χρησιμοποιείται… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»